ατμάκατος

ατμάκατος
motorlu sandal

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατμάκατος — η ναυτ. άκατος που κινείται με ατμό …   Dictionary of Greek

  • ατμάκατος — η μεγάλη βάρκα ατμοκίνητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”